- αβγατερός
- -ή, -ό(για τροφές) αυτός που αυξάνεται, που πληθύνεται με το βράσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω - αβγατώ με την παραγ. κατάλ. -ερός (πρβλ. κόφτω - κοφτερός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγατίζω — βλ. αβγαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αρχ. επίθ. ἐκβατὸς > μτγν. ἐγβατός, με αντιμετάθεση φθόγγων, ἐβγατὸς > ἐβγατίζω και ἀβγατίζω. ΠΑΡ. αβγάτα, αβγαταίνω, αβγατερός, αβγατιά, αβγατίδι, αβγάτιση, αβγάτιαμα, αβγάτιστος, αβγατιστός] … Dictionary of Greek